ὀνομαστικός — skilful at naming masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ονομαστικός — ή, ό (ΑΜ ὀνομαστικός, ή, όν) [ονομαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται… … Dictionary of Greek
ονομαστικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα: Ονομαστική γιορτή. 2. αυτός που περιλαμβάνει ονόματα: Ονομαστική κατάσταση. 3. αυτός που γίνεται με εκφώνηση ονομάτων: Ονομαστική ψηφοφορία. 4. φρ., «ονομαστική αξία», αξία που αναγράφεται … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀνομαστικά — ὀνομαστικός skilful at naming neut nom/voc/acc pl ὀνομαστικά̱ , ὀνομαστικός skilful at naming fem nom/voc/acc dual ὀνομαστικά̱ , ὀνομαστικός skilful at naming fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστικῶν — ὀνομαστικός skilful at naming fem gen pl ὀνομαστικός skilful at naming masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστικόν — ὀνομαστικός skilful at naming masc acc sg ὀνομαστικός skilful at naming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστικαί — ὀνομαστικός skilful at naming fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστικοῖς — ὀνομαστικός skilful at naming masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστικοῦ — ὀνομαστικός skilful at naming masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστικῆς — ὀνομαστικός skilful at naming fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀνομαστικῇ — ὀνομαστικός skilful at naming fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)